ὑπουργικά

ὑπουργικά
ὑπουργικός
neut nom/voc/acc pl
ὑπουργικά̱ , ὑπουργικός
fem nom/voc/acc dual
ὑπουργικά̱ , ὑπουργικός
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑπουργικάς — ὑπουργικά̱ς , ὑπουργικός fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπουργικός — ή, ό / ὑπουργικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπουργός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπουργό (α. «υπουργική απόφαση» β. «υπουργικός θώκος») 2. φρ. «υπουργικό συμβούλιο» το σύνολο τών υπουργών τής κυβέρνησης μσν. αρχ. 1. αυτός που προσφέρει… …   Dictionary of Greek

  • Κονακρί — (Conakry). Πόλη (1.587.596 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Γουινέας. Βρίσκεται στη νησίδα Τούμπο, κοντά στο άκρο της χερσονήσου Καλούμ, που προεκτείνεται στον Ατλαντικό. Η Κ., που αναπτύχθηκε ως λιμενικό κέντρο στην υπηρεσία των γεωργικών και… …   Dictionary of Greek

  • Μακμίλαν, Χάρολντ — (Harold Macmillan, Λονδίνο 1894 – 1986). Άγγλος πολιτικός, πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας (1957 64). Ήταν γόνος οικογένειας της ανώτερης αστικής τάξης και σπούδασε στο περίφημο Ίτον και στην Οξφόρδη. Το 1924 έγινε μέλος της Βουλής των… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ναυτικό Θήρας — Το Ναυτικό Μουσείο Θήρας ιδρύθηκε το 1956, με πρωτοβουλία του πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού Αντώνη Δακορώνια. Από το 1990 στεγάζεται σε ένα αποκαταστημένο στην αρχική του μορφή καπετανόσπιτο που δωρήθηκε στο μουσείο από την οικογένεια… …   Dictionary of Greek

  • Μπεκ, Γιόζεφ — (Joseph Beck, Βαρσοβία 1894 – Βουκουρέστι 1944). Πολωνός πολιτικός. Πολέμησε ως εθελοντής στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο και στον αγώνα κατά του μπολσεβικισμού και μετά το 1930 ανέλαβε διάφορα υπουργικά αξιώματα. Από το 1932 έως την κατάληψη της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”